- ιδεάζομαι
- ιδεάζομαι, ιδεάστηκα, ιδεασμένος βλ. πίν. 36
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ιδεάζω — ιδεάστηκα, ιδεασμένος 1. ειδοποιώ κάποιον, του ανοίγω τα μάτια. 2. το παθ., ιδεάζομαι υποπτεύομαι κάτι, μπαίνω σε ιδέα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)